- περιεκτικωτέρᾳ
- περιεκτικωτέρᾱͅ , περιεκτικόςcontainingfem dat comp sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιεκτικωτέρα — περιεκτικωτέρᾱ , περιεκτικός containing fem nom/voc/acc comp dual περιεκτικωτέρᾱ , περιεκτικός containing fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιεκτικώτερα — περιεκτικός containing neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιεκτικωτέρας — περιεκτικωτέρᾱς , περιεκτικός containing fem acc comp pl περιεκτικωτέρᾱς , περιεκτικός containing fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιεκτικωτέραν — περιεκτικωτέρᾱν , περιεκτικός containing fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιεκτικωτέραις — περιεκτικός containing fem dat comp pl περιεκτικωτέρᾱͅς , περιεκτικός containing fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)